- επισημαντικός
- ἐπισημαντικός, -ή, -όν (Α)αυτός που δηλώνει, που σημαίνει κάτι, που προοιωνίζεται τα μέλλοντα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπισημαντικόν — ἐπισημαντικός indicative masc acc sg ἐπισημαντικός indicative neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)